Translation meaning & definition of the word "warranty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προειδοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warranty
[Εγγύηση]/wɔrənti/
noun
1. A written assurance that some product or service will be provided or will meet certain specifications
- synonym:
- guarantee ,
- warrant ,
- warrantee ,
- warranty
1. Γραπτή διαβεβαίωση ότι κάποιο προϊόν ή υπηρεσία θα παρασχεθεί ή θα πληροί ορισμένες προδιαγραφές
- συνώνυμο:
- εγγύηση ,
- ένταλμα ,
- δικαιολογητήσ
Examples of using
The warranty for my TV is expired.
Η εγγύηση για την τηλεόραση μου έχει λήξει.
Unfortunately, Apple doesn't provide a warranty for accidental damages.
Δυστυχώς, το μήλο δεν παρέχει εγγύηση για τυχαίες ζημιές.