Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "warrant" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εντάλμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Warrant

[Ένταλμα]
/wɔrənt/

noun

1. A writ from a court commanding police to perform specified acts

    synonym:
  • warrant

1. Ένταλμα δικαστηρίου που διοικεί την αστυνομία για την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων

    συνώνυμο:
  • ένταλμα

2. A type of security issued by a corporation (usually together with a bond or preferred stock) that gives the holder the right to purchase a certain amount of common stock at a stated price

  • "As a sweetener they offered warrants along with the fixed-income securities"
    synonym:
  • warrant
  • ,
  • stock warrant
  • ,
  • stock-purchase warrant

2. Ένας τύπος τίτλου που εκδίδεται από μια εταιρεία (συνήθως μαζί με ένα ομόλογο ή προνομιούχα μετοχή) που δίνει στον κάτοχο το δικαίωμα να αγοράσει ένα ορισμένο ποσό κοινών μετοχών σε μια δηλωμένη τιμή

  • "Ως γλυκαντικό πρόσφεραν εντάλματα μαζί με τίτλους σταθερού εισοδήματος"
    συνώνυμο:
  • ένταλμα
  • ,
  • ένταλμα αποθέματος
  • ,
  • ένταλμα αγοράς μετοχών

3. Formal and explicit approval

  • "A democrat usually gets the union's endorsement"
    synonym:
  • sanction
  • ,
  • countenance
  • ,
  • endorsement
  • ,
  • indorsement
  • ,
  • warrant
  • ,
  • imprimatur

3. Επίσημη και ρητή έγκριση

  • "Ένας δημοκρατικός συνήθως λαμβάνει την έγκριση του σωματείου"
    συνώνυμο:
  • κύρωση
  • ,
  • όψη
  • ,
  • επικύρωση
  • ,
  • επιδοκιμασία
  • ,
  • ένταλμα
  • ,
  • αυθόρμητη

4. A written assurance that some product or service will be provided or will meet certain specifications

    synonym:
  • guarantee
  • ,
  • warrant
  • ,
  • warrantee
  • ,
  • warranty

4. Γραπτή διαβεβαίωση ότι κάποιο προϊόν ή υπηρεσία θα παρέχεται ή θα πληροί ορισμένες προδιαγραφές

    συνώνυμο:
  • εγγύηση
  • ,
  • ένταλμα
  • ,
  • δικαιολογητικόσ

verb

1. Show to be reasonable or provide adequate ground for

  • "The emergency does not warrant all of us buying guns"
  • "The end justifies the means"
    synonym:
  • justify
  • ,
  • warrant

1. Δείξτε ότι είστε λογικοί ή παρέχετε επαρκή έδαφος για

  • "Το έκτακτο περιστατικό δεν δικαιολογεί την αγορά όπλων από όλους μας"
  • "Ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα"
    συνώνυμο:
  • δικαιολογώ
  • ,
  • ένταλμα

2. Stand behind and guarantee the quality, accuracy, or condition of

  • "The dealer warrants all the cars he sells"
  • "I warrant this information"
    synonym:
  • guarantee
  • ,
  • warrant

2. Σταθείτε πίσω και εγγυηθείτε την ποιότητα, την ακρίβεια ή την κατάσταση

  • "Ο έμπορος εγγυάται όλα τα αυτοκίνητα που πουλάει"
  • "Εγγυώμαι αυτές τις πληροφορίες"
    συνώνυμο:
  • εγγύηση
  • ,
  • ένταλμα

Examples of using

Do you have a search warrant?
Έχεις ένταλμα έρευνας;