Translation meaning & definition of the word "warped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ενισχυμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warped
[Στρεβλώνεται]/wɔrpt/
adjective
1. Used especially of timbers or boards
- Bent out of shape usually by moisture
- "The floors were warped and cracked"
- synonym:
- warped
1. Χρησιμοποιημένος ειδικά των ξύλων ή των πινάκων
- Λυγισμένος έξω από το σχήμα συνήθως από την υγρασία
- "Τα δάπεδα ήταν στρεβλά και ραγισμένα"
- συνώνυμο:
- στρεβλώνω