Translation meaning & definition of the word "warner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προειδοποιητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warner
[Προειδοποιών]/wɔrnər/
noun
1. United states filmmaker who with his brothers founded the movie studio that produced the first talking picture (1881-1958)
- synonym:
- Warner ,
- Charles Dudley Warner
1. Ηνωμένες πολιτείες σκηνοθέτης που με τα αδέρφια του ίδρυσε το κινηματογραφικό στούντιο που παρήγαγε την πρώτη εικόνα (1881-1958)
- συνώνυμο:
- Προειδοποιών ,
- Τσάρλς Ντάντλεϊ Γουόρνερ
2. Someone who gives a warning to others
- synonym:
- warner
2. Κάποιος που δίνει προειδοποίηση σε άλλους
- συνώνυμο:
- πόλεμερ