Translation meaning & definition of the word "warming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέρμανση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warming
[Ζεσταίνω]/wɔrmɪŋ/
noun
1. The process of becoming warmer
- A rising temperature
- synonym:
- heating ,
- warming
1. Η διαδικασία του να γίνεις θερμότερος
- Αυξανόμενη θερμοκρασία
- συνώνυμο:
- θέρμανση
2. Warm weather following a freeze
- Snow and ice melt
- "They welcomed the spring thaw"
- synonym:
- thaw ,
- thawing ,
- warming
2. Ζεστός καιρός μετά από πάγωμα
- Χιόνι και πάγος λιώνουν
- "Καλωσόρισαν την ανοιξιάτικη απόψυξη"
- συνώνυμο:
- αποψύξει ,
- απόψυξη ,
- θέρμανση
adjective
1. Imparting heat
- "A warming fire"
- synonym:
- warming
1. Μετάδοση θερμότητας
- "Θερμαινόμενη φωτιά"
- συνώνυμο:
- θέρμανση
2. Producing the sensation of heat when applied to the body
- "A mustard plaster is calefacient"
- synonym:
- calefacient ,
- warming
2. Παράγοντας την αίσθηση της θερμότητας όταν εφαρμόζεται στο σώμα
- "Ένας σοβάς μουστάρδας είναι καταπραϋντικός"
- συνώνυμο:
- καλυπτικό ,
- θέρμανση