Translation meaning & definition of the word "warmer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warmer
[Θερμότερη]/wɔrmər/
noun
1. Device that heats water or supplies warmth to a room
- synonym:
- heater ,
- warmer
1. Συσκευή που θερμαίνει το νερό ή παρέχει ζεστασιά σε ένα δωμάτιο
- συνώνυμο:
- θερμαντήρας ,
- θερμότερα
Examples of using
I'll postpone my trip to England until it gets warmer.
Θα αναβάλω το ταξίδι μου στην Αγγλία μέχρι να γίνει πιο ζεστό.
I'd like to live in a warmer climate.
Θα ήθελα να ζήσω σε ένα πιο ζεστό κλίμα.
I took off my sweater because it got warmer.
Έβγαλα το πουλόβερ μου γιατί έγινε πιο ζεστό.