Translation meaning & definition of the word "warmed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπλισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warmed
[Θερμαίνεται]/wɔrmd/
adjective
1. Having been warmed up
- "A cup of warmed milk"
- synonym:
- warmed
1. Έχοντας θερμανθεί
- "Ένα φλιτζάνι ζεστό γάλα"
- συνώνυμο:
- θερμαίνεται
Examples of using
The heat of the furnace warmed the whole house.
Η θερμότητα του κλιβάνου ζέστανε όλο το σπίτι.
She warmed herself by the fire.
Ζεσταίνεται από τη φωτιά.