Translation meaning & definition of the word "warm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζεστό" στην ελληνική γλώσσα
Warm
[Ζεστό]verb
1. Get warm or warmer
- "The soup warmed slowly on the stove"
- synonym:
- warm ,
- warm up
1. Ζεσταίνετε ή θερμαίνεστε
- "Η σούπα θερμαίνεται αργά στη σόμπα"
- συνώνυμο:
- ζεστός ,
- ζεσταίνω
2. Make warm or warmer
- "The blanket will warm you"
- synonym:
- warm
2. Κάντε ζεστό ή θερμότερο
- "Η κουβέρτα θα σε ζεστάνει"
- συνώνυμο:
- ζεστός
adjective
1. Having or producing a comfortable and agreeable degree of heat or imparting or maintaining heat
- "A warm body"
- "A warm room"
- "A warm climate"
- "A warm coat"
- synonym:
- warm
1. Έχοντας ή παράγοντας έναν άνετο και ευχάριστο βαθμό θερμότητας ή μεταδίδοντας ή διατηρώντας θερμότητα
- "Ζεστό σώμα"
- "Ζεστό δωμάτιο"
- "Θερμό κλίμα"
- "Ζεστό παλτό"
- συνώνυμο:
- ζεστός
2. Psychologically warm
- Friendly and responsive
- "A warm greeting"
- "A warm personality"
- "Warm support"
- synonym:
- warm
2. Ψυχολογικά ζεστό
- Φιλικό και ανταποκρινόμενο
- "Θερμός χαιρετισμός"
- "Θερμή προσωπικότητα"
- "Θερμή υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- ζεστός
3. (color) inducing the impression of warmth
- Used especially of reds and oranges and yellows
- "Warm reds and yellows and orange"
- synonym:
- warm
3. (χρω) προκαλώντας την εντύπωση της ζεστασιάς
- Χρησιμοποιείται κυρίως από κόκκινα και πορτοκάλια και κίτρινα
- "Ζεστά κόκκινα και κίτρινα και πορτοκαλί"
- συνώνυμο:
- ζεστός
4. Having or displaying warmth or affection
- "Affectionate children"
- "A fond embrace"
- "Fond of his nephew"
- "A tender glance"
- "A warm embrace"
- synonym:
- affectionate ,
- fond ,
- lovesome ,
- tender ,
- warm
4. Έχοντας ή επιδεικνύοντας ζεστασιά ή στοργή
- "Επηρεασμένα παιδιά"
- "Μια αγκαλιά αγάπης"
- "Ο ανιψιός του"
- "Μια τρυφερή ματιά"
- "Θερμή αγκαλιά"
- συνώνυμο:
- στοργικός ,
- αγαπώ ,
- ερωτευμένοσ ,
- προσφορά ,
- ζεστός
5. Freshly made or left
- "A warm trail"
- "The scent is warm"
- synonym:
- strong ,
- warm
5. Φρεσκοφτιαγμένο ή αριστερό
- "Θερμό μονοπάτι"
- "Το άρωμα είναι ζεστό"
- συνώνυμο:
- ισχυρός ,
- ζεστός
6. Easily aroused or excited
- "A quick temper"
- "A warm temper"
- synonym:
- quick ,
- warm
6. Εύκολα προκαλείται ή ενθουσιάζεται
- "Μια γρήγορη ιδιοσυγκρασία"
- "Θερμή ψυχραιμία"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- ζεστός
7. Characterized by strong enthusiasm
- "Ardent revolutionaries"
- "Warm support"
- synonym:
- ardent ,
- warm
7. Χαρακτηρίζεται από έντονο ενθουσιασμό
- "Αρχάριοι επαναστάτες"
- "Θερμή υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- ένθερμη ,
- ζεστός
8. Characterized by liveliness or excitement or disagreement
- "A warm debate"
- synonym:
- warm
8. Χαρακτηρίζεται από ζωντάνια ή ενθουσιασμό ή διαφωνία
- "Θερμή συζήτηση"
- συνώνυμο:
- ζεστός
9. Uncomfortable because of possible danger or trouble
- "Made things warm for the bookies"
- synonym:
- warm
9. Ανήσυχος λόγω πιθανού κινδύνου ή προβλήματος
- "Κάνει τα πράγματα ζεστά για τους βιβλιοπώλες"
- συνώνυμο:
- ζεστός
10. Of a seeker
- Near to the object sought
- "You're getting warm"
- "Hot on the trail"
- synonym:
- warm
10. Από έναν αναζητητή
- Κοντά στο αντικείμενο που αναζητείται
- "Ζεσταίνεσαι"
- "Ζεστό στο μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- ζεστός
adverb
1. In a warm manner
- "Warmly dressed"
- "Warm-clad skiers"
- synonym:
- warmly ,
- warm
1. Με ζεστό τρόπο
- "Θερμά ντυμένος"
- "Θερμαινόμενοι σκιέρ"
- συνώνυμο:
- θερμά ,
- ζεστός