Translation meaning & definition of the word "warfare" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόλεμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warfare
[Πολεμική]/wɔrfɛr/
noun
1. The waging of armed conflict against an enemy
- "Thousands of people were killed in the war"
- synonym:
- war ,
- warfare
1. Η διεξαγωγή ένοπλης σύγκρουσης εναντίον ενός εχθρού
- "Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- πόλεμος
2. An active struggle between competing entities
- "A price war"
- "A war of wits"
- "Diplomatic warfare"
- synonym:
- war ,
- warfare
2. Ενεργός αγώνας μεταξύ ανταγωνιστικών οντοτήτων
- "Πόλεμος τιμών"
- "Ένας πόλεμος ευφυίας"
- "Διπλωματικός πόλεμος"
- συνώνυμο:
- πόλεμος
Examples of using
The art of modern warfare does not necessarily require soldiers to be armed to the teeth to be effective as combatants.
Η τέχνη του σύγχρονου πολέμου δεν απαιτεί απαραίτητα από τους στρατιώτες να είναι οπλισμένοι με τα δόντια αποτελεσματικοί.