Translation meaning & definition of the word "ware" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογισμικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ware
[Αποτελώ]/wɛr/
noun
1. Articles of the same kind or material
- Usually used in combination: `silverware', `software'
- synonym:
- ware
1. Είδη του ίδιου είδους ή υλικού
- Συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό: `ασημένιο λογισμικό`, `λογισμικό'
- συνώνυμο:
- είδη
2. Commodities offered for sale
- "Good business depends on having good merchandise"
- "That store offers a variety of products"
- synonym:
- merchandise ,
- ware ,
- product
2. Εμπορεύματα που προσφέρονται για πώληση
- "Η καλή επιχείρηση εξαρτάται από το να έχεις καλά εμπορεύματα"
- "Το κατάστημα αυτό προσφέρει μια ποικιλία προϊόντων"
- συνώνυμο:
- εμπορεύματα ,
- είδη ,
- προϊόν
verb
1. Spend extravagantly
- "Waste not, want not"
- synonym:
- consume ,
- squander ,
- waste ,
- ware
1. Ξοδεύετε υπερβολικά
- "Μην αποβάλλεις, μην θέλεις"
- συνώνυμο:
- καταναλώνω ,
- σπαταλώ ,
- απόβλητα ,
- είδη