Translation meaning & definition of the word "warden" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warden
[Επιβαρύνω]/wɔrdən/
noun
1. The chief official in charge of a prison
- synonym:
- warden
1. Ο ανώτερος αξιωματούχος που είναι υπεύθυνος για τη φυλακή
- συνώνυμο:
- φύλακασ