Translation meaning & definition of the word "wanton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βάντον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wanton
[Θέλων]/wɔntən/
noun
1. Lewd or lascivious woman
- synonym:
- wanton
1. Λινή ή λασπώδης γυναίκα
- συνώνυμο:
- αντίπαλοσ
verb
1. Waste time
- Spend one's time idly or inefficiently
- synonym:
- piddle ,
- wanton ,
- wanton away ,
- piddle away ,
- trifle
1. Χρόνος αποβολής
- Περάστε το χρόνο σας αδρανή ή αναποτελεσματικά
- συνώνυμο:
- πίντσα ,
- αντίπαλοσ ,
- αποχωρώ ,
- παρασύρω ,
- τρίφυλλο
2. Indulge in a carefree or voluptuous way of life
- synonym:
- wanton
2. Αφεθείτε σε έναν ανέμελο ή βολικό τρόπο ζωής
- συνώνυμο:
- αντίπαλοσ
3. Spend wastefully
- "Wanton one's money away"
- synonym:
- wanton ,
- wanton away ,
- trifle away
3. Ξοδεύετε σπάταλα
- "Θέλει τα λεφτά κάποιου μακριά"
- συνώνυμο:
- αντίπαλοσ ,
- αποχωρώ ,
- απομακρύνομαι
4. Become extravagant
- Indulge (oneself) luxuriously
- synonym:
- luxuriate ,
- wanton
4. Γίνομαι υπερβολικός
- Απολαύστε το (ονευ) πολυτελώς
- συνώνυμο:
- πολυτελήσ ,
- αντίπαλοσ
5. Engage in amorous play
- synonym:
- wanton
5. Εμπλακείτε σε ερωτικό παιχνίδι
- συνώνυμο:
- αντίπαλοσ
6. Behave extremely cruelly and brutally
- synonym:
- wanton
6. Συμπεριφερθείτε εξαιρετικά σκληρά και βάναυσα
- συνώνυμο:
- αντίπαλοσ
adjective
1. Occurring without motivation or provocation
- "Motiveless malignity"
- "Unprovoked and dastardly attack"- f.d.roosevelt
- synonym:
- motiveless ,
- unprovoked ,
- wanton
1. Εμφανίζεται χωρίς κίνητρο ή πρόκληση
- "Ακίνδυνη κακοήθεια"
- "Απρόκλητη και βίαιη επίθεση" - φ.δ. ρούσβελτ
- συνώνυμο:
- ακίνητοσ ,
- απρόκλητοσ ,
- αντίπαλοσ
2. Casual and unrestrained in sexual behavior
- "Her easy virtue"
- "He was told to avoid loose (or light) women"
- "Wanton behavior"
- synonym:
- easy ,
- light ,
- loose ,
- promiscuous ,
- sluttish ,
- wanton
2. Περιστασιακή και ανεξέλεγκτη σεξουαλική συμπεριφορά
- "Η εύκολη αρετή"
- "Του είπαν να αποφύγει τις χαλαρές γυναίκες του ( ή του φωτός)"
- "Συμπεριφορά του γουάντον"
- συνώνυμο:
- εύκολος ,
- φως ,
- χαλαρός ,
- αναπόσπαστοσ ,
- τσούλτο ,
- αντίπαλοσ