Translation meaning & definition of the word "want" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέλει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Want
[Θέλω]/wɑnt/
noun
1. A state of extreme poverty
- synonym:
- privation ,
- want ,
- deprivation ,
- neediness
1. Μια κατάσταση ακραίας φτώχειας
- συνώνυμο:
- στέρηση ,
- θέλω ,
- ανάγκη
2. The state of needing something that is absent or unavailable
- "There is a serious lack of insight into the problem"
- "Water is the critical deficiency in desert regions"
- "For want of a nail the shoe was lost"
- synonym:
- lack ,
- deficiency ,
- want
2. Η κατάσταση της ανάγκης κάτι που απουσιάζει ή δεν είναι διαθέσιμο
- "Υπάρχει σοβαρή έλλειψη διορατικότητας στο πρόβλημα"
- "Το νερό είναι η κρίσιμη ανεπάρκεια στις περιοχές της ερήμου"
- "Γιατί θέλει ένα καρφί το παπούτσι χάθηκε"
- συνώνυμο:
- έλλειψη ,
- ανεπάρκεια ,
- θέλω
3. Anything that is necessary but lacking
- "He had sufficient means to meet his simple needs"
- "I tried to supply his wants"
- synonym:
- need ,
- want
3. Οτιδήποτε είναι απαραίτητο αλλά λείπει
- "Είχε αρκετά μέσα για να καλύψει τις απλές ανάγκες του"
- "Προσπάθησα να προμηθεύσω τις επιθυμίες του"
- συνώνυμο:
- ανάγκη ,
- θέλω
4. A specific feeling of desire
- "He got his wish"
- "He was above all wishing and desire"
- synonym:
- wish ,
- wishing ,
- want
4. Ένα συγκεκριμένο αίσθημα επιθυμίας
- "Πήρε την επιθυμία του"
- "Ήταν πάνω από όλα επιθυμία και επιθυμία"
- συνώνυμο:
- επιθυμία ,
- θέλω
verb
1. Feel or have a desire for
- Want strongly
- "I want to go home now"
- "I want my own room"
- synonym:
- desire ,
- want
1. Νιώστε ή να έχετε μια επιθυμία για
- Θέλω έντονα
- "Θέλω να πάω σπίτι τώρα"
- "Θέλω το δικό μου δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- επιθυμία ,
- θέλω
2. Have need of
- "This piano wants the attention of a competent tuner"
- synonym:
- want ,
- need ,
- require
2. Έχω ανάγκη
- "Αυτό το πιάνο θέλει την προσοχή ενός ικανού δέκτη"
- συνώνυμο:
- θέλω ,
- ανάγκη ,
- απαιτώ
3. Hunt or look for
- Want for a particular reason
- "Your former neighbor is wanted by the fbi"
- "Uncle sam wants you"
- synonym:
- want
3. Κυνήγι ή αναζήτηση
- Θέλω για έναν συγκεκριμένο λόγο
- "Ο πρώην γείτονάς σας είναι επιθυμητός από τον φβι"
- "Ο θείος σαμ σε θέλει"
- συνώνυμο:
- θέλω
4. Wish or demand the presence of
- "I want you here at noon!"
- synonym:
- want
4. Επιθυμία ή απαίτηση της παρουσίας
- "Σε θέλω εδώ το μεσημέρι!"
- συνώνυμο:
- θέλω
5. Be without, lack
- Be deficient in
- "Want courtesy"
- "Want the strength to go on living"
- "Flood victims wanting food and shelter"
- synonym:
- want
5. Να είσαι χωρίς, έλλειψη
- Είμαι ανεπαρκής σε
- "Θέλει ευγένεια"
- "Θέλει τη δύναμη να συνεχίσει να ζει"
- "Πλημμύρες θύματα που θέλουν τροφή και καταφύγιο"
- συνώνυμο:
- θέλω
Examples of using
I want to cry.
Θέλω να κλάψω.
Do you want some candy?
Θέλετε κάποια καραμέλα?
Do you want some candy?
Θέλετε κάποια καραμέλα?