Translation meaning & definition of the word "waning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Waning
[Στερεώνω]/wenɪŋ/
noun
1. A gradual decrease in magnitude or extent
- "The waning of his enthusiasm was obvious"
- "The waxing and waning of the moon"
- synonym:
- waning
1. Σταδιακή μείωση του μεγέθους ή της έκτασης
- "Η εξασθένιση του ενθουσιασμού του ήταν προφανής"
- "Η αποτρίχωση και η φτέρη του φεγγαριού"
- συνώνυμο:
- φθίνουσα
adjective
1. (of the moon) pertaining to the period during which the visible surface of the moon decreases
- "After full moon comes the waning moon"
- synonym:
- waning
1. ( της σελήνης) που σχετίζεται με την περίοδο κατά την οποία η ορατή επιφάνεια του φεγγαριού μειώνεται
- "Μετά την πανσέληνο έρχεται το φθίνον φεγγάρι"
- συνώνυμο:
- φθίνουσα