Translation meaning & definition of the word "wane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λήξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wane
[Γουέιν]/wen/
noun
1. A gradual decline (in size or strength or power or number)
- synonym:
- ebb ,
- ebbing ,
- wane
1. Μια σταδιακή μείωση του μεγέθους της (νης ή της δύναμης ή της ισχύος ή του αριθμού)
- συνώνυμο:
- εμπ ,
- εκμεταλλεύεται ,
- βεν
verb
1. Grow smaller
- "Interest in the project waned"
- synonym:
- decline ,
- go down ,
- wane
1. Γίνομαι μικρότερος
- "Το ενδιαφέρον για το έργο εξασθένισε"
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- κατεβαίνω ,
- βεν
2. Become smaller
- "Interest in his novels waned"
- synonym:
- wane
2. Γίνεται μικρότερος
- "Το ενδιαφέρον για τα μυθιστορήματά του εξασθένισε"
- συνώνυμο:
- βεν
3. Decrease in phase
- "The moon is waning"
- synonym:
- wane
3. Μείωση στη φάση
- "Το φεγγάρι φθίνει"
- συνώνυμο:
- βεν