Translation meaning & definition of the word "wanderlust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιπλάνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wanderlust
[Περιπλανώμαι]/wɑndərləst/
noun
1. Very strong or irresistible impulse to travel
- synonym:
- wanderlust ,
- itchy feet
1. Πολύ ισχυρή ή ακαταμάχητη ώθηση για να ταξιδέψετε
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- φαγούρα πόδια