Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wander" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιπλανηθείτε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wander

[Περιπλανώμενοσ]
/wɑndər/

verb

1. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment

  • "The gypsies roamed the woods"
  • "Roving vagabonds"
  • "The wandering jew"
  • "The cattle roam across the prairie"
  • "The laborers drift from one town to the next"
  • "They rolled from town to town"
    synonym:
  • roll
  • ,
  • wander
  • ,
  • swan
  • ,
  • stray
  • ,
  • tramp
  • ,
  • roam
  • ,
  • cast
  • ,
  • ramble
  • ,
  • rove
  • ,
  • range
  • ,
  • drift
  • ,
  • vagabond

1. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης

  • "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
  • "Λαξευτοί αλήτες"
  • "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
  • "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
  • "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
  • "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
    συνώνυμο:
  • ρολό
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • κύκνος
  • ,
  • αδέσποτοσ
  • ,
  • τραμπ
  • ,
  • κατασκευάζω
  • ,
  • εύρος
  • ,
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • αλήτησ

2. Be sexually unfaithful to one's partner in marriage

  • "She cheats on her husband"
  • "Might her husband be wandering?"
    synonym:
  • cheat on
  • ,
  • cheat
  • ,
  • cuckold
  • ,
  • betray
  • ,
  • wander

2. Να είστε σεξουαλικά άπιστοι με τον σύντροφό σας στο γάμο

  • "Απατάει τον άντρα της"
  • "Μπορεί ο σύζυγός της να περιπλανιέται?"
    συνώνυμο:
  • εξαπατώ
  • ,
  • κακόκεφος
  • ,
  • προδίδω
  • ,
  • περιπλανώμαι

3. Go via an indirect route or at no set pace

  • "After dinner, we wandered into town"
    synonym:
  • wander

3. Πηγαίνετε μέσω μιας έμμεσης διαδρομής ή χωρίς καθορισμένο ρυθμό

  • "Μετά το δείπνο, περιπλανηθήκαμε στην πόλη"
    συνώνυμο:
  • περιπλανώμαι

4. To move or cause to move in a sinuous, spiral, or circular course

  • "The river winds through the hills"
  • "The path meanders through the vineyards"
  • "Sometimes, the gout wanders through the entire body"
    synonym:
  • weave
  • ,
  • wind
  • ,
  • thread
  • ,
  • meander
  • ,
  • wander

4. Να κινηθεί ή να προκαλέσει την κίνηση σε μια αμαρτωλή, σπειροειδή, ή κυκλική πορεία

  • "Το ποτάμι περνάει μέσα από τους λόφους"
  • "Το μονοπάτι περνά μέσα από τους αμπελώνες"
  • "Μερικές φορές, η ουρική αρθρίτιδα περιπλανιέται σε ολόκληρο το σώμα"
    συνώνυμο:
  • ύφανση
  • ,
  • άνεμος
  • ,
  • νήμα
  • ,
  • μαίανδρος
  • ,
  • περιπλανώμαι

5. Lose clarity or turn aside especially from the main subject of attention or course of argument in writing, thinking, or speaking

  • "She always digresses when telling a story"
  • "Her mind wanders"
  • "Don't digress when you give a lecture"
    synonym:
  • digress
  • ,
  • stray
  • ,
  • divagate
  • ,
  • wander

5. Χάστε τη σαφήνεια ή παραμερίστε ειδικά από το κύριο θέμα της προσοχής ή της πορείας του επιχειρήματος γραπτώς, σκέψης ή ομιλίας

  • "Πάντα χαϊδεύει όταν λέει μια ιστορία"
  • "Το μυαλό της περιπλανιέται"
  • "Μην χαϊδεύεις όταν δίνεις μια διάλεξη"
    συνώνυμο:
  • εκσκαφέασ
  • ,
  • αδέσποτοσ
  • ,
  • διαιρείται
  • ,
  • περιπλανώμαι

Examples of using

You had better not wander around here by yourself.
Καλύτερα να μην περιπλανηθείτε εδώ μόνοι σας.
Maybe I'll just wander off on my own.
Ίσως απλά να περιπλανηθώ μόνος μου.