Translation meaning & definition of the word "wand" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "και" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wand
[Περιπλανώμαι]/wɑnd/
noun
1. A rod used by a magician or water diviner
- synonym:
- wand
1. Μια ράβδος που χρησιμοποιείται από έναν μάγο ή έναν ντιβέρτη νερού
- συνώνυμο:
- ραβδί
2. A thin supple twig or rod
- "Stems bearing slender wands of flowers"
- synonym:
- wand
2. Ένα λεπτό εύπλαστο κλαδί ή ράβδο
- "Στελέχη που φέρουν λεπτές ράβδους λουλουδιών"
- συνώνυμο:
- ραβδί
3. A ceremonial or emblematic staff
- synonym:
- scepter ,
- sceptre ,
- verge ,
- wand
3. Τελετουργικό ή εμβληματικό προσωπικό
- συνώνυμο:
- σκήπτρο ,
- περίγραμμα ,
- ραβδί
4. A thin tapered rod used by a conductor to lead an orchestra or choir
- synonym:
- baton ,
- wand
4. Μια λεπτή κωνική ράβδος που χρησιμοποιείται από έναν αγωγό για να οδηγήσει μια ορχήστρα ή χορωδία
- συνώνυμο:
- μπατόν ,
- ραβδί
Examples of using
The wizard waved his magic wand and disappeared into thin air.
Ο μάγος κούνησε το μαγικό ραβδί του και εξαφανίστηκε στο λεπτό αέρα.