Translation meaning & definition of the word "walnut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρυδιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Walnut
[Καρύδι]/wɔlnət/
noun
1. Nut of any of various walnut trees having a wrinkled two-lobed seed with a hard shell
- synonym:
- walnut
1. Καρύδι οποιασδήποτε από τις διάφορες καρυδιές που έχουν έναν τσαλακωμένο σπόρο δύο λοβών με ένα σκληρό κέλυφος
- συνώνυμο:
- καρυδιά
2. Hard dark-brown wood of any of various walnut trees
- Used especially for furniture and paneling
- synonym:
- walnut
2. Σκληρό σκούρο καφέ ξύλο από οποιαδήποτε από τις διάφορες καρυδιές
- Χρησιμοποιείται ειδικά για έπιπλα και επένδυση
- συνώνυμο:
- καρυδιά
3. Any of various trees of the genus juglans
- synonym:
- walnut ,
- walnut tree
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα του γένους γιουγκλάν
- συνώνυμο:
- καρυδιά
Examples of using
She cracked the walnut with her teeth.
Έσπασε το καρύδι με τα δόντια της.