Translation meaning & definition of the word "wally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βούλια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wally
[Γουάλι]/wɔli/
noun
1. A silly and inept person
- Someone who is regarded as stupid
- synonym:
- wally
1. Ένα ανόητο και ανόητο άτομο
- Κάποιος που θεωρείται ηλίθιος
- συνώνυμο:
- απειλητικά