Translation meaning & definition of the word "wallpaper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταπετσαρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wallpaper
[Ταπετσαρία]/wɔlpepər/
noun
1. A decorative paper for the walls of rooms
- synonym:
- wallpaper
1. Ένα διακοσμητικό χαρτί για τους τοίχους των δωματίων
- συνώνυμο:
- ταπετσαρία
verb
1. Cover with wallpaper
- synonym:
- wallpaper ,
- paper
1. Κάλυψη με ταπετσαρία
- συνώνυμο:
- ταπετσαρία ,
- χαρτί
Examples of using
Tom used a whole roll of wallpaper.
Ο Τομ χρησιμοποίησε ένα ολόκληρο ρολό ταπετσαρίας.