Translation meaning & definition of the word "wallop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοίχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wallop
[Βαλλότοπος]/wɑləp/
noun
1. A forceful consequence
- A strong effect
- "The book had an important impact on my thinking"
- "The book packs a wallop"
- synonym:
- impact ,
- wallop
1. Μια ισχυρή συνέπεια
- Ισχυρό αποτέλεσμα
- "Το βιβλίο είχε σημαντικό αντίκτυπο στη σκέψη μου"
- "Το βιβλίο συσκευάζει μια ταράτσα"
- συνώνυμο:
- αντίκτυπος ,
- βαλλιστική
2. A severe blow
- synonym:
- wallop
2. Ένα σοβαρό χτύπημα
- συνώνυμο:
- βαλλιστική
verb
1. Hit hard
- "The teacher whacked the boy"
- synonym:
- whack ,
- wham ,
- whop ,
- wallop
1. Χτύπημα
- "Ο δάσκαλος χτύπησε το αγόρι"
- συνώνυμο:
- παλεύω ,
- παλαβόσ ,
- που ,
- βαλλιστική
2. Defeat soundly and utterly
- "We'll wallop them!"
- synonym:
- wallop
2. Νίκη απότομα και εντελώς
- "Θα τους βάλουμε στον τοίχο!"
- συνώνυμο:
- βαλλιστική