Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wallflower" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τουαλέτα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wallflower

[Ταλαντούχοσ]
/wɔlflaʊər/

noun

1. Any of numerous plants of the genus erysimum having fragrant yellow or orange or brownish flowers

    synonym:
  • wallflower

1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά του γένους έχει αρωματικά κίτρινα ή πορτοκαλί ή καφέ λουλούδια

    συνώνυμο:
  • τουαλέτα

2. Perennial of southern europe having clusters of fragrant flowers of all colors especially yellow and orange

  • Often naturalized on old walls or cliffs
  • Sometimes placed in genus erysimum
    synonym:
  • wallflower
  • ,
  • Cheiranthus cheiri
  • ,
  • Erysimum cheiri

2. Πολυετές της νότιας ευρώπης με συστάδες αρωματικών λουλουδιών όλων των χρωμάτων, ιδιαίτερα κίτρινο και πορτοκαλί

  • Συχνά πολιτογραφείται σε παλιούς τοίχους ή γκρεμούς
  • Μερικές φορές τοποθετείται στο γένος
    συνώνυμο:
  • τουαλέτα
  • ,
  • Τσειράνθους τσίρι
  • ,
  • Ερυσίμων τσίρι

3. Remains on sidelines at social event

    synonym:
  • wallflower

3. Παραμένει στο περιθώριο στην κοινωνική εκδήλωση

    συνώνυμο:
  • τουαλέτα