Translation meaning & definition of the word "waller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοίχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Waller
[Γουάλερ]/wɔlər/
noun
1. United states jazz musician (1904-1943)
- synonym:
- Waller ,
- Fats Waller ,
- Thomas Wright Waller
1. Ηνωμένες πολιτείες τζαζ μουσικός (1904-1943)
- συνώνυμο:
- Γουάλερ ,
- Λίπη Βάλερ ,
- Τόμας Ράιτ Γουόλερ