Translation meaning & definition of the word "wall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοίχος" στην ελληνική γλώσσα
Wall
[Τείχος]noun
1. An architectural partition with a height and length greater than its thickness
- Used to divide or enclose an area or to support another structure
- "The south wall had a small window"
- "The walls were covered with pictures"
- synonym:
- wall
1. Ένα αρχιτεκτονικό χώρισμα με το ύψος και το μήκος μεγαλύτερο από το πάχος του
- Χρησιμοποιείται για να διαιρέσει ή να περικλείσει μια περιοχή ή για να υποστηρίξει μια άλλη δομή
- "Ο νότιος τοίχος είχε ένα μικρό παράθυρο"
- "Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με εικόνες"
- συνώνυμο:
- τοίχος
2. Anything that suggests a wall in structure or function or effect
- "A wall of water"
- "A wall of smoke"
- "A wall of prejudice"
- "Negotiations ran into a brick wall"
- synonym:
- wall
2. Οτιδήποτε προτείνει έναν τοίχο στη δομή ή τη λειτουργία ή το αποτέλεσμα
- "Ένας τοίχος νερού"
- "Ένας τοίχος καπνού"
- "Τείχος προκατάληψης"
- "Οι διαπραγματεύσεις έτρεξαν σε έναν τοίχο από τούβλα"
- συνώνυμο:
- τοίχος
3. (anatomy) a layer (a lining or membrane) that encloses a structure
- "Stomach walls"
- synonym:
- wall ,
- paries
3. (ανατομί) ένα στρώμα (α επένδυση ή μεμβράνη) που περικλείει μια δομή
- "Τοίχοι στομάχου"
- συνώνυμο:
- τοίχος ,
- παρίσι
4. A difficult or awkward situation
- "His back was to the wall"
- "Competition was pushing them to the wall"
- synonym:
- wall
4. Μια δύσκολη ή δύσκολη κατάσταση
- "Η επιστροφή του ήταν στον τοίχο"
- "Ο ανταγωνισμός τους έσπρωχνε στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- τοίχος
5. A vertical (or almost vertical) smooth rock face (as of a cave or mountain)
- synonym:
- wall
5. Ένα κάθετο ( ή σχεδόν κάθετο ) λείο βράχο (ας μιας σπηλιάς ή ενός βουνού)
- συνώνυμο:
- τοίχος
6. A layer of material that encloses space
- "The walls of the cylinder were perforated"
- "The container's walls were blue"
- synonym:
- wall
6. Ένα στρώμα υλικού που περικλείει χώρο
- "Οι τοίχοι του κυλίνδρου ήταν διάτρητοι"
- "Οι τοίχοι του εμπορευματοκιβωτίου ήταν μπλε"
- συνώνυμο:
- τοίχος
7. A masonry fence (as around an estate or garden)
- "The wall followed the road"
- "He ducked behind the garden wall and waited"
- synonym:
- wall
7. Ένας φράκτης τοιχοποιίας (ας γύρω από ένα κτήμα ή κήπος)
- "Το τείχος ακολουθούσε το δρόμο"
- "Κάπασε πίσω από τον τοίχο του κήπου και περίμενε"
- συνώνυμο:
- τοίχος
8. An embankment built around a space for defensive purposes
- "They stormed the ramparts of the city"
- "They blew the trumpet and the walls came tumbling down"
- synonym:
- rampart ,
- bulwark ,
- wall
8. Ένα ανάχωμα χτισμένο γύρω από ένα χώρο για αμυντικούς σκοπούς
- "Εισέβαλαν στους προμαχώνες της πόλης"
- "Φύσηξαν την τρομπέτα και οι τοίχοι έπεσαν"
- συνώνυμο:
- προμαχώνασ ,
- προπύργιο ,
- τοίχος
verb
1. Surround with a wall in order to fortify
- synonym:
- wall ,
- palisade ,
- fence ,
- fence in ,
- surround
1. Περιβάλλεται με έναν τοίχο για να οχυρωθεί
- συνώνυμο:
- τοίχος ,
- παλινδρόμηση ,
- φράκτης ,
- περιβάλλω