Translation meaning & definition of the word "walkway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεζοδρόμιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Walkway
[Περίπατος]/wɔkwe/
noun
1. A path set aside for walking
- "After the blizzard he shoveled the front walk"
- synonym:
- walk ,
- walkway ,
- paseo
1. Ένα μονοπάτι που παραμερίζει για περπάτημα
- "Μετά τη χιονοθύελλα φτύνει τον μπροστινό περίπατο"
- συνώνυμο:
- περπατώ ,
- πεζόδρομος ,
- πασέο