Translation meaning & definition of the word "walkout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεζοπορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Walkout
[Περπατώ]/wɔkaʊt/
noun
1. A strike in which the workers walk out
- synonym:
- walkout
1. Μια απεργία στην οποία βγαίνουν οι εργάτες
- συνώνυμο:
- πεζοπορία
2. The act of walking out (of a meeting or organization) as a sign of protest
- "There was a walkout by the black members as the chairman rose to speak"
- synonym:
- walkout
2. Η πράξη του περπατήματος έξω (από μια συνάντηση ή οργάνωση) ως σημάδι διαμαρτυρίας
- "Υπήρξε ένας περίπατος από τα μαύρα μέλη καθώς ο πρόεδρος ανέβηκε για να μιλήσει"
- συνώνυμο:
- πεζοπορία