Translation meaning & definition of the word "wale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πώληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wale
[Γουέιλ]/wel/
noun
1. A raised mark on the skin (as produced by the blow of a whip)
- Characteristic of many allergic reactions
- synonym:
- wale ,
- welt ,
- weal ,
- wheal
1. Ένα υπερυψωμένο σημάδι στο δέρμα (ας που παράγεται από το χτύπημα ενός ουίσκι
- Χαρακτηριστικό πολλών αλλεργικών αντιδράσεων
- συνώνυμο:
- γουέιλ ,
- ευημερώνω ,
- πλευρώ ,
- τροχικόσ
2. Thick plank forming a ridge along the side of a wooden ship
- synonym:
- wale ,
- strake
2. Παχιά σανίδα που σχηματίζει μια κορυφογραμμή κατά μήκος της πλευράς ενός ξύλινου πλοίου
- συνώνυμο:
- γουέιλ ,
- στράπε