Translation meaning & definition of the word "wake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξυπνήστε" στην ελληνική γλώσσα
Wake
[Ξυπνάω]noun
1. The consequences of an event (especially a catastrophic event)
- "The aftermath of war"
- "In the wake of the accident no one knew how many had been injured"
- synonym:
- aftermath ,
- wake ,
- backwash
1. Οι συνέπειες ενός γεγονότος (ειδικά ένα καταστροφικό γεγονός)
- "Το αποτέλεσμα του πολέμου"
- "Μετά το ατύχημα κανείς δεν ήξερε πόσοι είχαν τραυματιστεί"
- συνώνυμο:
- επακόλουθο ,
- ξύπνημα ,
- αντίδραση
2. An island in the western pacific between guam and hawaii
- synonym:
- Wake Island ,
- Wake
2. Ένα νησί στο δυτικό ειρηνικό μεταξύ γκουάμ και χαβάης
- συνώνυμο:
- Νησί Ξύπνας ,
- Ξυπνάω
3. The wave that spreads behind a boat as it moves forward
- "The motorboat's wake capsized the canoe"
- synonym:
- wake ,
- backwash
3. Το κύμα που απλώνεται πίσω από μια βάρκα καθώς κινείται προς τα εμπρός
- "Η αφύπνιση του μηχανοκίνητου σκάφους ανέτρεψε το κανό"
- συνώνυμο:
- ξύπνημα ,
- αντίδραση
4. A vigil held over a corpse the night before burial
- "There's no weeping at an irish wake"
- synonym:
- wake ,
- viewing
4. Μια αγρυπνία που κράτησε πάνω από ένα πτώμα τη νύχτα πριν από την ταφή
- "Δεν υπάρχει κλάμα σε μια ιρλανδική αφύπνιση"
- συνώνυμο:
- ξύπνημα ,
- προβολή
verb
1. Be awake, be alert, be there
- synonym:
- wake
1. Να είστε ξύπνιοι, να είστε σε εγρήγορση, να είστε εκεί
- συνώνυμο:
- ξύπνημα
2. Stop sleeping
- "She woke up to the sound of the alarm clock"
- synonym:
- wake up ,
- awake ,
- arouse ,
- awaken ,
- wake ,
- come alive ,
- waken
2. Σταματήστε να κοιμάστε
- "Ξύπνησε με τον ήχο του ξυπνητηριού"
- συνώνυμο:
- ξύπνημα ,
- ξύπνιος ,
- ξυπνάω ,
- ζωντανεύω ,
- ξυπνώ
3. Arouse or excite feelings and passions
- "The ostentatious way of living of the rich ignites the hatred of the poor"
- "The refugees' fate stirred up compassion around the world"
- "Wake old feelings of hatred"
- synonym:
- inflame ,
- stir up ,
- wake ,
- ignite ,
- heat ,
- fire up
3. Ξυπνήστε ή ενθουσιάστε τα συναισθήματα και τα πάθη
- "Ο επιδεικτικός τρόπος ζωής των πλουσίων πυροδοτεί το μίσος των φτωχών"
- "Η μοίρα των προσφύγων προκάλεσε συμπόνια σε όλο τον κόσμο"
- "Ξύπνα παλιά αισθήματα μίσους"
- συνώνυμο:
- φλεγμονή ,
- ανακατώνω ,
- ξύπνημα ,
- αναφλέγω ,
- θερμότητα ,
- πυροβολώ
4. Make aware of
- "His words woke us to terrible facts of the situation"
- synonym:
- wake
4. Ενημερώνω
- "Τα λόγια του μας ξύπνησαν σε τρομερά γεγονότα της κατάστασης"
- συνώνυμο:
- ξύπνημα
5. Cause to become awake or conscious
- "He was roused by the drunken men in the street"
- "Please wake me at 6 am."
- synonym:
- awaken ,
- wake ,
- waken ,
- rouse ,
- wake up ,
- arouse
5. Αιτία να γίνει ξύπνιος ή συνειδητός
- "Ήταν ξυπνημένος από τους μεθυσμένους άνδρες στο δρόμο"
- "Σε παρακαλώ ξύπνα με στις 6 πμ."
- συνώνυμο:
- ξυπνάω ,
- ξύπνημα ,
- ξυπνώ ,
- παλιάνθρωποσ