Translation meaning & definition of the word "waiter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βιτόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Waiter
[Σερβιτόρος]/wetər/
noun
1. A person whose occupation is to serve at table (as in a restaurant)
- synonym:
- waiter ,
- server
1. Ένα πρόσωπο του οποίου το επάγγελμα είναι να υπηρετήσει στο τραπέζι (ας σε ένα εστιατόριο)
- συνώνυμο:
- σερβιτόρος ,
- διακομιστής
2. A person who waits or awaits
- synonym:
- waiter
2. Είναι ένα άτομο που περιμένει ή περιμένει
- συνώνυμο:
- σερβιτόρος
Examples of using
The waiter was insolent.
Ο σερβιτόρος ήταν αναξιοπρεπής.
Tom asked the waiter for a menu.
Ο Τομ ζήτησε από τον σερβιτόρο ένα μενού.
I asked the waiter to see about getting us a better table.
Ζήτησα από τον σερβιτόρο να δει για να μας πάρει ένα καλύτερο τραπέζι.