Translation meaning & definition of the word "wail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολουθήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wail
[Ταριχεύω]/wel/
noun
1. A cry of sorrow and grief
- "Their pitiful laments could be heard throughout the ward"
- synonym:
- lament ,
- lamentation ,
- plaint ,
- wail
1. Μια κραυγή λύπης και θλίψης
- "Οι θλιβεροί θρήνοι τους θα μπορούσαν να ακουστούν σε όλο το θάλαμο"
- συνώνυμο:
- λυγμόσ ,
- θρήνος ,
- επιτίθεμαι ,
- πειράζω
verb
1. Emit long loud cries
- "Wail in self-pity"
- "Howl with sorrow"
- synonym:
- howl ,
- ululate ,
- wail ,
- roar ,
- yawl ,
- yaup
1. Εκπέμπουν μεγάλες δυνατές κραυγές
- "Περπατώ στην αυτολύπηση"
- "Πώς με τη θλίψη"
- συνώνυμο:
- ουρλιάζω ,
- ωλένιο ,
- πειράζω ,
- βρυχηθμόσ ,
- ναυαγαλίζω ,
- ναυπηγεί
2. Cry weakly or softly
- "She wailed with pain"
- synonym:
- wail ,
- whimper ,
- mewl ,
- pule
2. Κλάψτε αδύναμα ή απαλά
- "Καταφέρνει να πονάει"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- κλαψουρίζω ,
- μεγαλοπρέπεια ,
- πούλι
Examples of using
I don't want to listen to your wail anymore.
Δεν θέλω να ακούω τη φωνή σου πια.