Translation meaning & definition of the word "wages" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μισθοί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wages
[Μισθοί]/weʤəz/
noun
1. A recompense for worthy acts or retribution for wrongdoing
- "The wages of sin is death"
- "Virtue is its own reward"
- synonym:
- wages ,
- reward ,
- payoff
1. Μια ανταμοιβή για αξιόλογες πράξεις ή ανταπόδοση για αδικίες
- "Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος"
- "Η γλυκιά είναι η ανταμοιβή της"
- συνώνυμο:
- μισθοί ,
- ανταμοιβή ,
- αποπληρωμή
Examples of using
Do you think their wages ought to be raised?
Πιστεύετε ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί σας?
We protested against the reduction in wages.
Διαμαρτυρηθήκαμε για τη μείωση των μισθών.
Workers made loud demands for higher wages.
Οι εργαζόμενοι απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς.