Translation meaning & definition of the word "wager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοίχημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wager
[Στοιχηματίζω]/weʤər/
noun
1. The act of gambling
- "He did it on a bet"
- synonym:
- bet ,
- wager
1. Η πράξη του τζόγου
- "Το έκανε σε ένα στοίχημα"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω
2. The money risked on a gamble
- synonym:
- stake ,
- stakes ,
- bet ,
- wager
2. Τα χρήματα κινδύνευαν σε ένα στοίχημα
- συνώνυμο:
- ποντάρισμα ,
- πονταρίσματα ,
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω
verb
1. Stake on the outcome of an issue
- "I bet $100 on that new horse"
- "She played all her money on the dark horse"
- synonym:
- bet ,
- wager ,
- play
1. Ποντάρισμα στην έκβαση ενός ζητήματος
- "Στοιχηματίζω $100 σε αυτό το νέο άλογο"
- "Έπαιξε όλα τα χρήματά της στο σκοτεινό άλογο"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω ,
- παίζω
2. Maintain with or as if with a bet
- "I bet she will be there!"
- synonym:
- bet ,
- wager
2. Διατηρήστε με ή σαν με ένα στοίχημα
- "Σίγουρα θα είναι εκεί!"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω