Translation meaning & definition of the word "wage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μισθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wage
[Μισθός]/weʤ/
noun
1. Something that remunerates
- "Wages were paid by check"
- "He wasted his pay on drink"
- "They saved a quarter of all their earnings"
- synonym:
- wage ,
- pay ,
- earnings ,
- remuneration ,
- salary
1. Κάτι που αμείβεται
- "Οι μισθοί πληρώνονται με επιταγή"
- "Σπατάλησε την αμοιβή του για ποτό"
- "Εξοικονόμησαν το ένα τέταρτο όλων των κερδών τους"
- συνώνυμο:
- μισθός ,
- πληρώνω ,
- κέρδη ,
- αμοιβή
verb
1. Carry on (wars, battles, or campaigns)
- "Napoleon and hitler waged war against all of europe"
- synonym:
- engage ,
- wage
1. Συνεχίστε τα (βάρη, τις μάχες ή τις εκστρατείες)
- "Ο χίτλερ και ο ναπολέων πραγματοποίησαν πόλεμο εναντίον ολόκληρης της ευρώπης"
- συνώνυμο:
- εμπλέκομαι ,
- μισθός
Examples of using
What's the minimum wage in your country?
Ποιος είναι ο κατώτατος μισθός στη χώρα σας?
The union won a 100% wage increase.
Η ένωση κέρδισε 100% αύξηση μισθών.
The union won a 5% wage increase.
Η ένωση κέρδισε 5% αύξηση μισθών.