Translation meaning & definition of the word "wag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wag
[Περιπλανώμαι]/wæg/
noun
1. A witty amusing person who makes jokes
- synonym:
- wag ,
- wit ,
- card
1. Ένα πνευματώδες διασκεδαστικό άτομο που κάνει αστεία
- συνώνυμο:
- βαλσαμώνω ,
- πνεύμα ,
- κάρτα
2. Causing to move repeatedly from side to side
- synonym:
- wag ,
- waggle ,
- shake
2. Προκαλώντας επανειλημμένα να κινηθεί από τη μία πλευρά στην άλλη
- συνώνυμο:
- βαλσαμώνω ,
- παλεύω ,
- ανακινώ
verb
1. Move from side to side
- "The happy dog wagged his tail"
- synonym:
- wag ,
- waggle
1. Μετακίνηση από πλευρά σε πλευρά
- "Ο χαρούμενος σκύλος κουνούσε την ουρά του"
- συνώνυμο:
- βαλσαμώνω ,
- παλεύω