Translation meaning & definition of the word "wade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιπλανήθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wade
[Περιπλανώμαι]/wed/
noun
1. English tennis player who won many women's singles titles (born in 1945)
- synonym:
- Wade ,
- Virginia Wade
1. Άγγλος τενίστας που κέρδισε πολλούς τίτλους γυναικών (γεννημένος το 1945)
- συνώνυμο:
- Περιπλανώμαι ,
- Βιρτζίνια Γουέιντ
verb
1. Walk (through relatively shallow water)
- "Can we wade across the river to the other side?"
- "Wade the pond"
- synonym:
- wade
1. Περπατήστε (μέσω σχετικά ρηχών υδατογραφιών
- "Μπορούμε να περάσουμε το ποτάμι στην άλλη πλευρά?"
- "Πετάξτε τη λίμνη"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι