Translation meaning & definition of the word "vulture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vulture
[Γυναίκα]/vəlʧər/
noun
1. Any of various large diurnal birds of prey having naked heads and weak claws and feeding chiefly on carrion
- synonym:
- vulture
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μεγάλα ημερήσια πτηνά του θηράματος που έχουν γυμνά κεφάλια και αδύναμα νύχια και τρέφονται κυρίως με καλίκι
- συνώνυμο:
- γύπασ
2. Someone who attacks in search of booty
- synonym:
- marauder ,
- predator ,
- vulture ,
- piranha
2. Κάποιος που επιτίθεται σε αναζήτηση λείας
- συνώνυμο:
- επιτιμών ,
- αρπακτικό ,
- γύπασ ,
- πιράνχα