Translation meaning & definition of the word "vulnerability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευπάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vulnerability
[Ευάλωτο]/vəlnərəbɪlɪti/
noun
1. The state of being vulnerable or exposed
- "His vulnerability to litigation"
- "His exposure to ridicule"
- synonym:
- vulnerability ,
- exposure
1. Η κατάσταση του να είσαι ευάλωτος ή εκτεθειμένος
- "Η ευπάθειά του στις διαφορές"
- "Η έκθεσή του στη γελοιοποίηση"
- συνώνυμο:
- ευπάθεια ,
- έκθεση
2. Susceptibility to injury or attack
- synonym:
- vulnerability
2. Ευαισθησία σε τραυματισμό ή επίθεση
- συνώνυμο:
- ευπάθεια
Examples of using
Short-term effects of smoking include unfitness, wheezing, a general vulnerability to illness, bad breath, bad skin and so on.
Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του καπνίσματος περιλαμβάνουν ακαταλληλότητα, συριγμό, γενική ευπάθεια σε ασθένεια, κακή αναπνοή.