Translation meaning & definition of the word "vulgarity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vulgarity
[Ευδαιμονία]/vəlgɛrɪti/
noun
1. The quality of lacking taste and refinement
- synonym:
- coarseness ,
- commonness ,
- grossness ,
- vulgarity ,
- vulgarism ,
- raunch
1. Η ποιότητα της έλλειψης γεύσης και φινέτσας
- συνώνυμο:
- αναβρασμόσ ,
- κοινότητα ,
- ακαθάριστο ,
- χυδαιότητα ,
- χυδαϊσμόσ ,
- τραγανίζω