Translation meaning & definition of the word "vulgar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χυδαίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vulgar
[Βούλγκαρ]/vəlgər/
adjective
1. Lacking refinement or cultivation or taste
- "He had coarse manners but a first-rate mind"
- "Behavior that branded him as common"
- "An untutored and uncouth human being"
- "An uncouth soldier--a real tough guy"
- "Appealing to the vulgar taste for violence"
- "The vulgar display of the newly rich"
- synonym:
- coarse ,
- common ,
- rough-cut ,
- uncouth ,
- vulgar
1. Έλλειψη φινέτσας ή καλλιέργειας ή γεύσης
- "Είχε χονδροειδείς τρόπους αλλά ένα μυαλό πρώτης τάξεως"
- "Συμπεριφορά που τον χαρακτήρισε κοινό"
- "Ένας ανεκμετάλλευτος και άψυχος άνθρωπος"
- "Ένας ακατοίκητος στρατιώτης-ένας πραγματικά σκληρός τύπος"
- "Εμφανίζονται στη χυδαία γεύση για τη βία"
- "Η χυδαία επίδειξη των νεοπλουσίων"
- συνώνυμο:
- χονδροειδήσ ,
- κοινός ,
- τραχύ κόψιμο ,
- απερίσκεπτοσ ,
- χυδαίος
2. Of or associated with the great masses of people
- "The common people in those days suffered greatly"
- "Behavior that branded him as common"
- "His square plebeian nose"
- "A vulgar and objectionable person"
- "The unwashed masses"
- synonym:
- common ,
- plebeian ,
- vulgar ,
- unwashed
2. Από ή συνδεδεμένες με τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων
- "Οι κοινοί άνθρωποι εκείνες τις ημέρες υπέφεραν πολύ"
- "Συμπεριφορά που τον χαρακτήρισε κοινό"
- "Η τετραγωνική πληβεϊκή μύτη"
- "Χυδαίο και απαράδεκτο άτομο"
- "Οι άπλυτες μάζες"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- πληβείοσ ,
- χυδαίος ,
- άπλυτοσ
3. Being or characteristic of or appropriate to everyday language
- "Common parlance"
- "A vernacular term"
- "Vernacular speakers"
- "The vulgar tongue of the masses"
- "The technical and vulgar names for an animal species"
- synonym:
- common ,
- vernacular ,
- vulgar
3. Είναι ή είναι χαρακτηριστικό ή κατάλληλο για την καθημερινή γλώσσα
- "Κοινή αναλογία"
- "Ακτινοβολικός όρος"
- "Κυρίαρχοι ομιλητές"
- "Η χυδαία γλώσσα των μαζών"
- "Τα τεχνικά και χυδαία ονόματα για ένα είδος ζώου"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- νυκτερινόσ ,
- χυδαίος
4. Conspicuously and tastelessly indecent
- "Coarse language"
- "A crude joke"
- "Crude behavior"
- "An earthy sense of humor"
- "A revoltingly gross expletive"
- "A vulgar gesture"
- "Full of language so vulgar it should have been edited"
- synonym:
- crude ,
- earthy ,
- gross ,
- vulgar
4. Εμφανώς και άγευστα άσεμνο
- "Χοντρή γλώσσα"
- "Ένα αστείο"
- "Απότομη συμπεριφορά"
- "Μια γήινη αίσθηση του χιούμορ"
- "Ένα επαναστατικά ακαθάριστο εξωφρενικό"
- "Χυδαία χειρονομία"
- "Γεμάτη γλώσσα τόσο χυδαία που θα έπρεπε να είχε επεξεργαστεί"
- συνώνυμο:
- ακατέργαστοσ ,
- γήινος ,
- ακαθάριστοσ ,
- χυδαίος
Examples of using
He always tells vulgar jokes.
Λέει πάντα χυδαία αστεία.