Translation meaning & definition of the word "voyeur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοηθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Voyeur
[Ταξιδιώτησ]/vɔɪjur/
noun
1. A viewer who enjoys seeing the sex acts or sex organs of others
- synonym:
- voyeur ,
- Peeping Tom ,
- peeper
1. Ένας θεατής που απολαμβάνει να βλέπει τις σεξουαλικές πράξεις ή τα σεξουαλικά όργανα των άλλων
- συνώνυμο:
- ηδονοβλεψίασ ,
- Κατούρημα Τομ ,
- περιπατητήσ