Translation meaning & definition of the word "voyager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βογιάτρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Voyager
[Ταξιδεύων]/vɔɪəʤər/
noun
1. A traveler to a distant land (especially one who travels by sea)
- synonym:
- voyager
1. Ένας ταξιδιώτης σε μια μακρινή χώρα (ειδικά αυτός που ταξιδεύει από τη θάλασσα)
- συνώνυμο:
- ταξιδεύων