Translation meaning & definition of the word "voyage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Voyage
[Ταξίδι]/vɔɪəʤ/
noun
1. An act of traveling by water
- synonym:
- ocean trip ,
- voyage
1. Μια πράξη ταξιδιού με νερό
- συνώνυμο:
- ταξίδι στον ωκεανό ,
- ταξίδι
2. A journey to some distant place
- synonym:
- voyage
2. Ένα ταξίδι σε κάποιο μακρινό μέρος
- συνώνυμο:
- ταξίδι
verb
1. Travel on water propelled by wind or by other means
- "The qe2 will sail to southampton tomorrow"
- synonym:
- voyage ,
- sail ,
- navigate
1. Ταξιδέψτε με νερό που προωθείται από τον άνεμο ή με άλλα μέσα
- "Το κε2 θα πλεύσει στο σαουθάμπτον αύριο"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- πλέω ,
- πλοήγηση
Examples of using
It's so good to take a rest after a long voyage.
Είναι τόσο καλό να ξεκουραστείτε μετά από ένα μεγάλο ταξίδι.
This is our ship's maiden voyage.
Αυτό είναι το παρθενικό ταξίδι του πλοίου.
The Titanic's maiden voyage didn't go so well.
Το παρθενικό ταξίδι του Τιτανικού δεν πήγε τόσο καλά.