Translation meaning & definition of the word "vote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφοφορία" στην ελληνική γλώσσα
Vote
[Ψηφίστε]noun
1. A choice that is made by counting the number of people in favor of each alternative
- "There were only 17 votes in favor of the motion"
- "They allowed just one vote per person"
- synonym:
- vote ,
- ballot ,
- voting ,
- balloting
1. Μια επιλογή που γίνεται μετρώντας τον αριθμό των ανθρώπων υπέρ κάθε εναλλακτικής λύσης
- "Υπήρξαν μόνο 17 ψήφοι υπέρ της πρότασης"
- "Επέτρεψαν μόνο μία ψήφο ανά άτομο"
- συνώνυμο:
- ψήφισε ,
- ψηφοφορία
2. The opinion of a group as determined by voting
- "They put the question to a vote"
- synonym:
- vote
2. Η γνώμη μιας ομάδας όπως καθορίζεται από την ψηφοφορία
- "Έβαλαν την ερώτηση σε ψηφοφορία"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
3. A legal right guaranteed by the 15th amendment to the us constitution
- Guaranteed to women by the 19th amendment
- "American women got the vote in 1920"
- synonym:
- right to vote ,
- vote ,
- suffrage
3. Νομικό δικαίωμα που εγγυάται η 15η τροποποίηση του συντάγματος των ηπα
- Εγγυημένη στις γυναίκες με την 19η τροπολογία
- "Οι αμερικανίδες έλαβαν την ψηφοφορία το 1920"
- συνώνυμο:
- δικαίωμα ψήφου ,
- ψήφισε ,
- ψηφοφορία
4. A body of voters who have the same interests
- "He failed to get the black vote"
- synonym:
- vote
4. Ένα σώμα ψηφοφόρων που έχουν τα ίδια συμφέροντα
- "Δεν κατάφερε να πάρει τη μαύρη ψήφο"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
5. The total number of voters who participated
- "They are expecting a large vote"
- synonym:
- vote ,
- voter turnout
5. Ο συνολικός αριθμός των ψηφοφόρων που συμμετείχαν
- "Αναμένουν μεγάλη ψηφοφορία"
- συνώνυμο:
- ψήφισε ,
- προσέλευση ψηφοφόρων
verb
1. Express one's preference for a candidate or for a measure or resolution
- Cast a vote
- "He voted for the motion"
- "None of the democrats voted last night"
- synonym:
- vote
1. Εκφράστε την προτίμησή σας για έναν υποψήφιο ή για ένα μέτρο ή ψήφισμα
- Ψηφίζω
- "Ψήφισε την πρόταση"
- "Κανείς από τους δημοκρατικούς δεν ψήφισε χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
2. Express one's choice or preference by vote
- "Vote the democratic ticket"
- synonym:
- vote
2. Εκφράστε την επιλογή ή την προτίμησή σας με ψηφοφορία
- "Ψηφίστε το εισιτήριο του δημοκρατικού"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
3. Express a choice or opinion
- "I vote that we all go home"
- "She voted for going to the chinese restaurant"
- synonym:
- vote
3. Εκφράστε μια επιλογή ή γνώμη
- "Ψηφίζω ότι όλοι πηγαίνουμε σπίτι"
- "Και ψήφισε να πάει στο κινέζικο εστιατόριο"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
4. Be guided by in voting
- "Vote one's conscience"
- synonym:
- vote
4. Καθοδηγείται από την ψηφοφορία
- "Ψηφίστε τη συνείδηση"
- συνώνυμο:
- ψήφισε
5. Bring into existence or make available by vote
- "They voted aid for the underdeveloped countries in asia"
- synonym:
- vote
5. Να υπάρξει ή να διατεθεί με ψηφοφορία
- "Ψήφισαν βοήθεια για τις υπανάπτυκτες χώρες της ασίας"
- συνώνυμο:
- ψήφισε