Translation meaning & definition of the word "vortex" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βόρτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vortex
[Αποθήκη]/vɔrtɛks/
noun
1. The shape of something rotating rapidly
- synonym:
- whirl ,
- swirl ,
- vortex ,
- convolution
1. Το σχήμα του κάτι που περιστρέφεται γρήγορα
- συνώνυμο:
- στροβιλίζω ,
- δίνη ,
- συνέλιξη
2. A powerful circular current of water (usually the result of conflicting tides)
- synonym:
- whirlpool ,
- vortex ,
- maelstrom
2. Ένα ισχυρό κυκλικό ρεύμα νερού (συνήθως το αποτέλεσμα αντικρουόμενων παλίρροιων
- συνώνυμο:
- υδρομασάζ ,
- δίνη ,
- μαέλστρομ