Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "voluptuous" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιττό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Voluptuous

[Αναλγητικόσ]
/vələpʧəwəs/

adjective

1. Having strong sexual appeal

  • "Juicy barmaids"
  • "A red-hot mama"
  • "A voluptuous woman"
  • "A toothsome blonde in a tight dress"
    synonym:
  • juicy
  • ,
  • luscious
  • ,
  • red-hot
  • ,
  • toothsome
  • ,
  • voluptuous

1. Έχοντας ισχυρή σεξουαλική έκκληση

  • "Παγωμένα μπάρμανα"
  • "Μια καυτή μαμά"
  • "Μια πολυτάραχη γυναίκα"
  • "Μια οδοντωτή ξανθιά σε ένα σφιχτό φόρεμα"
    συνώνυμο:
  • ζουμερός
  • ,
  • απολαυστικός
  • ,
  • κόκκινο-καυτό
  • ,
  • οδοντωτόσ
  • ,
  • πληθωρικόσ

2. (of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves

  • "Hollywood seems full of curvaceous blondes"
  • "A curvy young woman in a tight dress"
    synonym:
  • bosomy
  • ,
  • busty
  • ,
  • buxom
  • ,
  • curvaceous
  • ,
  • curvy
  • ,
  • full-bosomed
  • ,
  • sonsie
  • ,
  • sonsy
  • ,
  • stacked
  • ,
  • voluptuous
  • ,
  • well-endowed

2. (του σώματος μιας γυναίκας) με μεγάλο στήθος και ευχάριστες καμπύλες

  • "Το χόλιγουντ φαίνεται γεμάτο καμπύλες ξανθιές"
  • "Μια καμπύλη νεαρή γυναίκα σε ένα σφιχτό φόρεμα"
    συνώνυμο:
  • βοσωμία
  • ,
  • παραστρατημένοσ
  • ,
  • μπουξόμ
  • ,
  • καμπυλωτή
  • ,
  • καμπύλη
  • ,
  • πλήρης
  • ,
  • τσιράκι
  • ,
  • υιός
  • ,
  • στοιβάζονται
  • ,
  • πληθωρικόσ
  • ,
  • προικισμένος

3. Displaying luxury and furnishing gratification to the senses

  • "An epicurean banquet"
  • "Enjoyed a luxurious suite with a crystal chandelier and thick oriental rugs"
  • "Lucullus spent the remainder of his days in voluptuous magnificence"
  • "A chinchilla robe of sybaritic lavishness"
    synonym:
  • epicurean
  • ,
  • luxurious
  • ,
  • luxuriant
  • ,
  • sybaritic
  • ,
  • voluptuary
  • ,
  • voluptuous

3. Εμφάνιση πολυτέλειας και ικανοποίησης επίπλωσης στις αισθήσεις

  • "Επικουρικό συμπόσιο"
  • "Απόλαυσα μια πολυτελή σουίτα με κρυστάλλινο πολυέλαιο και χοντρά ανατολίτικα χαλιά"
  • "Ο λουκλός πέρασε το υπόλοιπο των ημερών του με πλήρη μεγαλοπρέπεια"
  • "Μια ρόμπα τσιντσιλά από συβαριτική πληρότητα"
    συνώνυμο:
  • επικούρειο
  • ,
  • πολυτελής
  • ,
  • πλούσια
  • ,
  • συβαριτική
  • ,
  • βολπτοκαλεκτό
  • ,
  • πληθωρικόσ