Translation meaning & definition of the word "voltage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Voltage
[Τάση]/voʊltəʤ/
noun
1. The rate at which energy is drawn from a source that produces a flow of electricity in a circuit
- Expressed in volts
- synonym:
- voltage ,
- electromotive force ,
- emf
1. Ο ρυθμός με τον οποίο η ενέργεια αντλείται από μια πηγή που παράγει μια ροή ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα κύκλωμα
- Εκφρασμένο σε βολτ
- συνώνυμο:
- τάση ,
- ηλεκτροκινητήρια δύναμη ,
- έμφυτο
2. The difference in electrical charge between two points in a circuit expressed in volts
- synonym:
- electric potential ,
- potential ,
- potential difference ,
- potential drop ,
- voltage
2. Η διαφορά στο ηλεκτρικό φορτίο μεταξύ δύο σημείων σε ένα κύκλωμα εκφρασμένο σε βολτ
- συνώνυμο:
- ηλεκτρικό δυναμικό ,
- δυναμικό ,
- πιθανή διαφορά ,
- πιθανή πτώση ,
- τάση
Examples of using
Danger! High voltage.
Κίνδυνος! Υψηλή τάση.