Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "volley" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βόλεϊ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Volley

[Βόλεϊ]
/vɑli/

noun

1. Rapid simultaneous discharge of firearms

  • "Our fusillade from the left flank caught them by surprise"
    synonym:
  • fusillade
  • ,
  • salvo
  • ,
  • volley
  • ,
  • burst

1. Ταχεία ταυτόχρονη απόρριψη πυροβόλων όπλων

  • "Η φουσκωτή μας από την αριστερή πλευρά τους έπιασε από έκπληξη"
    συνώνυμο:
  • φουσιλάντα
  • ,
  • σάλβο
  • ,
  • βόλεϊ
  • ,
  • έκρηξη

2. A tennis return made by hitting the ball before it bounces

    synonym:
  • volley

2. Μια επιστροφή τένις που γίνεται χτυπώντας την μπάλα πριν αναπηδήσει

    συνώνυμο:
  • βόλεϊ

verb

1. Be dispersed in a volley

  • "Gun shots volleyed at the attackers"
    synonym:
  • volley

1. Διασκορπίζεται σε ένα βόλεϊ

  • "Οι πυροβολισμοί όπλων βολούσαν τους επιτιθέμενους"
    συνώνυμο:
  • βόλεϊ

2. Hit before it touches the ground

  • "Volley the tennis ball"
    synonym:
  • volley

2. Χτυπήστε πριν αγγίξει το έδαφος

  • "Απελευθερώστε την μπάλα του τένις"
    συνώνυμο:
  • βόλεϊ

3. Discharge in, or as if in, a volley

  • "The attackers volleyed gunshots at the civilians"
    synonym:
  • volley

3. Απαλλαγή σε, ή σαν μέσα, ένα βόλεϊ

  • "Οι επιτιθέμενοι πυροβόλησαν πυροβολισμούς στους πολίτες"
    συνώνυμο:
  • βόλεϊ

4. Make a volley

    synonym:
  • volley

4. Φτιάχνω ένα βόλεϊ

    συνώνυμο:
  • βόλεϊ

5. Utter rapidly

  • "Volley a string of curses"
    synonym:
  • volley

5. Αποφεύγω γρήγορα

  • "Απελευθερώστε μια σειρά από κατάρες"
    συνώνυμο:
  • βόλεϊ