Translation meaning & definition of the word "volcano" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηφαίστειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Volcano
[Ηφαίστειο]/vɑlkenoʊ/
noun
1. A fissure in the earth's crust (or in the surface of some other planet) through which molten lava and gases erupt
- synonym:
- vent ,
- volcano
1. Μια ρωγμή στο φλοιό της γης (ορ στην επιφάνεια κάποιου άλλου πλανήτη) μέσω του οποίου εκρήγνυται λιωμένη λάβα και αέρια
- συνώνυμο:
- εξαερισμός ,
- ηφαίστειο
2. A mountain formed by volcanic material
- synonym:
- volcano
2. Ένα βουνό που σχηματίζεται από ηφαιστειακό υλικό
- συνώνυμο:
- ηφαίστειο
Examples of using
I want to see a volcano.
Θέλω να δω ένα ηφαίστειο.
The volcano has erupted twice this year.
Το ηφαίστειο έχει εκραγεί δύο φορές φέτος.
The volcano erupted suddenly, killing many people.
Το ηφαίστειο ξέσπασε ξαφνικά, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους.