Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "volcanic" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηφαιστειακή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Volcanic

[Ηφαιστειακή]
/vɑlkænɪk/

adjective

1. Relating to or produced by or consisting of volcanoes

  • "Volcanic steam"
  • "Volcanic islands such as iceland"
  • "A volcanic cone is a conical mountain or hill built up of material from volcanic eruptions"
    synonym:
  • volcanic

1. Σχετίζεται ή παράγεται από ή αποτελείται από ηφαίστεια

  • "Ηφαιστειακός ατμός"
  • "Ηφαιστειακά νησιά όπως η ισλανδία"
  • "Ένας ηφαιστειακός κώνος είναι ένα κωνικό βουνό ή ένας λόφος που χτίστηκε από υλικό από ηφαιστειακές εκρήξεις"
    συνώνυμο:
  • ηφαιστειακή

2. Explosively unstable

  • "A volcanic temper"
    synonym:
  • volcanic

2. Εκρηκτικά ασταθής

  • "Ηφαιστειακή ιδιοσυγκρασία"
    συνώνυμο:
  • ηφαιστειακή

3. Igneous rock produced by eruption and solidified on or near the earth's surface

  • Rhyolite or andesite or basalt
  • "Volcanic rock includes the volcanic glass obsidian"
    synonym:
  • volcanic

3. Πυριγενής βράχος που παράγεται από έκρηξη και στερεοποιείται πάνω ή κοντά στην επιφάνεια της γης

  • Ρυόλιθος ή ανδεσίτης ή βασάλτης
  • "Ο ηφαιστειακός βράχος περιλαμβάνει τον ηφαιστειογενή οψιδιανό"
    συνώνυμο:
  • ηφαιστειακή

Examples of using

Mount Etna has erupted, showering Sicily in volcanic rock.
Το όρος Αίτνα έχει εκραγεί, ντους της Σικελίας σε ηφαιστειακό βράχο.
Japan is made up of volcanic islands.
Η Ιαπωνία αποτελείται από ηφαιστειογενή νησιά.